- αγαλλιώ
- (Α ἀγαλλιῶ) (-άω)χαίρομαι πολύ, ευφραίνομαι, αγαλλιάζω.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγάλλομαι, κατά τα ρήματα σε -ιάω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀγαλλιῶ — ἀγαλλιάω rejoice exceedingly fut ind act 1st sg (attic epic doric ionic aeolic) ἀ̱γαλλιῶ , ἀγαλλιάω rejoice exceedingly imperf ind mp 2nd sg (doric aeolic) ἀγαλλιάω rejoice exceedingly pres imperat mp 2nd sg ἀγαλλιάω rejoice exceedingly pres subj … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγάλλομαι — (Α ἀγάλλομαι και ενεργ. ἀγάλλω) χαίρομαι, ευφραίνομαι αρχ. 1. δοξάζω, εκθειάζω, εξυμνώ 2. (και μέσ. με ενεργ. σημ.) τιμώ κάποιον 3. στολίζω 4. μέσ. υπερηφανεύομαι, καυχώμαι, κομπάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ἀγαλός, το οποίο πιθ. συγγενεύει με το ἀγα ,… … Dictionary of Greek
αγαλλίαμα — ἀγαλλίαμα, το (Α) [ἀγαλλιώ] παραφορά χαράς, έκσταση χαράς … Dictionary of Greek
αγαλλίαση — η (Α ἀγαλλίασις) [ἀγαλλιῶ] μεγάλη, απερίγραπτη χαρά, ψυχική ευφροσύνη (ιδιαίτερα στην εκκλησιαστική γλώσσα) η πνευματική ευφροσύνη που δίνει η απαλλαγή από τις αμαρτίες … Dictionary of Greek
αγαλλιάζω — (Α ἀγαλλιάζομαι) [ἀγαλλιῶ] χαίρομαι, ευφραίνομαι, αισθάνομαι αγαλλίαση … Dictionary of Greek
αναγάλλια — η αγαλλίαση, ευφροσύνη, χαρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναγαλλιώ, αν(α) * + αγαλλιώ «χαίρομαι πολύ, ευφραίνομαι, αγαλιάζω»] … Dictionary of Greek